- ἀναίσχυντοι
- ἀναίσχυντοςshamelessmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безстоудьныи — (47) пр. Бесстыдный, постыдный: молѩхомъсѩ. отъ таковыихъ бестоудьныихъ сквьрнъ очистити (τῆς ἀναισχυντίας τῆς ἀρνήσεως) КЕ XII, 174а; прѣстанѣмъ быти бестоудьни. и прѣкословьци. СбТр ХII/ХIII, 84 об.; велико наводѩ ѡ(т) б҃а негодованиѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατηφών — κατηφών, όνος, ὁ (Α) 1. ο πρόξενος λύπης ή ντροπής, αυτός που προξενεί στενοχώρια («σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα κατηφόνες», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. οἱ κατηφόντες α) (κατὰ τον Ησύχ.) «καταίσχυντοι, κατηφείας ἄξια πράττοντες» β) (κατά το λεξ. Σούδα)… … Dictionary of Greek